- χαροποιός
- -ό / χαροποιός, -όν, ΝΜΑχαρμόσυνοςνεοελλ.(το ουδ. στον πληθ. χωρίς άρθ. ως επίρρ.) χαροποιάχαρμόσυνα, με χαράμσν.-αρχ.χαρωπός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαροποιός — gladdening masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροποιός — ά, ό χαρμόσυνος, αυτός που προξενεί χαρά: Έφυγε μόλις έλαβε το χαροποιό αυτό μήνυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαροποιόν — χαροποιός gladdening masc/fem acc sg χαροποιός gladdening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροποιοί — χαροποιός gladdening masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροποιούς — χαροποιός gladdening masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροποιά — χαροποιός gladdening neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
επίχαρτος — ἐπίχαρτος, ον (Α) 1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) 2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία 3. χαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ (πρβλ. ε χάρ ην)] … Dictionary of Greek
επιχαρής — ἐπιχαρής, ές (Α) 1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τόν χαροποιούν; Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην… … Dictionary of Greek
ιλαρυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ιλαρότητα, χαροποιός, χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρύνω + κατάλ. τικος (πρβλ. καλλυν τικός, μεγεθυν τικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek